Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Ένα (Δυστυχώς) Προφητικό Κείμενο του 1994

“αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν δημιουργηθούν έγκαιρα, αργά ή γρήγορα η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα “ξυπνήσουν” απότομα από τους κραδασμούς μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης που δυστυχώς δεν αποκλείεται να αποδειχθεί και κοινωνική και πολιτική και εθνική.”

Το κεντρικό μήνυμα που αναδύεται είναι ότι η οικονομική πολιτική είναι υπεύθυνη για μεγάλο μέρος της κρίσης στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαπενταετία. Οι οικονομικοί και πολιτικοί μας θεσμοί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις νέες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επεκράτησαν μετά την μεταπολίτευση.

Οι πολιτικοί μας θεσμοί, δεν παρέχουν κίνητρα συνέπειας και μακρόπνοης στρατηγικής στους πολιτικούς. Η οργάνωση, η λειτουργία και η μέθοδος χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων εξακολουθεί να είναι πρωτόγονη και αδιαφανής, ο ρόλος της Βουλής είναι περιθωριακός σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία, το σύστημα εκλογής των βουλευτών χαρακτηρίζεται από την οικογενειοκρατία και την ρουσφετολογία. Την ίδια περίοδο, οι αλλαγές στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας είναι ιδιαίτερα και αδικαιολόγητα συχνές, καθώς ελάχιστοι υπουργοί έχουν θητεία μεγαλύτερη των δύο ετών.

Η κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά ευνοεί την υιοθέτηση υπεύθυνης στάσης στα θέματα της οικονομίας, ή ακόμη και την προσέλκυση και αξιοποίηση των ικανοτέρων στην πολιτική. Σαν αποτέλεσμα, οι περισσότεροι από τους πολιτικούς μας δεν έχουν τις δυνατότητες και τα κίνητρα να ηγηθούν πραγματικά και να προχωρήσουν στις τομές εκείνες που είναι απαραίτητες προκειμένου να βγει επιτέλους η ελληνική οικονομία από την κρίση που την μαστίζει. Την ίδια στιγμή, λόγω και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, η δημόσια διοίκηση νοσεί βαθύτατα. Το μεγαλύτερο κίνητρο προσέλκυσης στον δημόσιο τομέα εξακολουθεί να είναι η μονιμότητα. Ελάχιστα κίνητρα υπάρχουν για αποδοτική εργασία, ανάληψη πρωτοβουλιών και την επιδίωξη μίας αξιοπρεπούς επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Η στελέχωση της δημόσιας διοίκησης γίνεται με μικροπολιτικά και “κοινωνικά” κριτήρια, που κάθε άλλο παρά ευνοούν την πρόσληψη των ικανοτέρων και καταλληλότερων. Το δημόσιο λογιστικό και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, την ίδια στιγμή που ο ρόλος του κράτους έχει διευρυνθεί σημαντικά. Σαν αποτέλεσμα, η κύρια οικονομική διαδικασία στον δημόσιο τομέα είναι η θωράκιση των παντώς είδους “κεκτημένων” των διαφόρων υποομάδων που τον αποτελούν, εις βάρος βέβαια των υπολοίπων υποομάδων, των φορολογουμένων και των “πελατών” των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Όπως θα περίμενε κανείς, στην κατάσταση αυτή έχει προσαρμοσθεί παθητικά και μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, που είναι υποχρεωμένο να συνυπάρχει με το δημόσιο. Μία άλλη μερίδα του ιδιωτικού τομέα, ιδιαίτερα αυτή που ασχολείται με τις δημόσιες προμήθειες και τα δημόσια έργα, έχει όχι απλώς προσαρμοσθεί, αλλά, όπως είναι φυσικό, ωφελείται κιόλας από την κατάσταση αυτή.

Σήμερα οι προοπτικές της οικονομίας εμφανίζονται ιδιαίτερα δυσοίωνες. Οι προσαρμογές που απαιτούνται προκειμένου να ξεπερασθεί η κρίση είναι βαθιές. Ωστόσο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα και το σύστημα της δημόσιας διοίκησης παραμένουν εσωστρεφή, και ανήμπορα να τις υιοθετήσουν. Μπροστά σε αυτή τους την αδυναμία πιάνονται από οτιδήποτε τους επιτρέπει να αναβάλλουν την ώρα της αλήθειας.



Συμπερασματικά, η αποτυχία της εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, ακόμη και αν η παρέμβαση αυτή ήταν καταρχήν δικαιολογημένη από αδυναμίες των μηχανισμών της αγοράς, είναι τα τελευταία χρόνια πρόδηλη. Η “θεραπεία”, αν για κάτι τέτοιο επρόκειτο, αποδείχθηκε χειρότερη από την “ασθένεια”. Οι οικονομικοί μας θεσμοί πρέπει να αναμορφωθούν προς την κατεύθυνση της αποκρατικοποίησης και της ελεύθερης επιλογής, ώστε να συμβαδίζουν με τις πολιτικές ελευθερίες που απολαμβάνουμε μετά την μεταπολίτευση. Το κράτος πρέπει να επικεντρωθεί στο να επιτελεί αποτελεσματικά τις πρωταρχικές του λειτουργίες. Σε ότι αφορά στις υπόλοιπες λειτουργίες του, πρέπει να φύγει η έμφαση από τις επιδοτήσεις, τους άμεσους ελέγχους και την απευθείας παραγωγή. Χρειαζόμαστε ένα κράτος που να επιβλέπει την εφαρμογή ρυθμίσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των αδυναμιών της ελεύθερης αγοράς, και ένα κράτος που θα παρέχει ένα δίκτυ ασφάλειας για τα φτωχότερα νοικοκυριά, χωρίς να αδρανοποιεί τα οικονομικά κίνητρα που κινούν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Οι λύσεις που θα επιλεγούν μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές. Δεν υπάρχει ούτε ένας τρόπος να κάνεις αποκρατικοποίηση, ούτε μία μόνο μέθοδος οργάνωσης της παραγωγής και διασποράς της ιδιοκτησίας, ούτε ένα μόνο πλέγμα κρατικών ρυθμίσεων. Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας θα πρέπει ωστόσο να βαρύνει έντονα, διότι μόνο με αποτελεσματική οργάνωση της παραγωγής μπορεί να υπάρξει διατηρήσιμη ανάπτυξη. Το ίδιο έντονα θα πρέπει να βαρύνει η πολιτική βιωσιμότητα οποιασδήποτε “λύσης” επιλεγεί. Δεν αρκεί να επιλεγεί η πιο αποτελεσματική λύση αν πρόκειται να ανατραπεί με την πρώτη αλλαγή κυβέρνησης. Εδώ ίσως μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο και η διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου, αλλά και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες οδηγούν την διάρθρωση της οικονομίας μας προς την ορθή κατεύθυνση.

Είναι ωστόσο βέβαιο ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα συναντήσουν τεράστιες αντιδράσεις. Η πολιτική και γραφειοκρατική αδράνεια και τα οργανωμένα συμφέροντα έχουν μεγάλη δύναμη αντίστασης. Αυτό αποδεικνύεται και από την αντιμετώπιση και την τύχη που είχε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της προηγούμενης κυβέρνησης. Το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι εάν θα ξεκινήσουν έγκαιρα και εάν θα διασφαλισθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τον κρισιμότερο ρόλο σε τέτοιες διαδικασίες τον παίζουν οι διάφορες “ηγεσίες”. Η πνευματική “ηγεσία” πρέπει να καταδείξει την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης των θεσμών και των δομών της οικονομίας μας, και να κάνει συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να αντιληφθούν την αναγκαιότητα αυτή, και να προβάλλουν και να στηρίξουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Οι πολιτικές “ηγεσίες” πρέπει να υιοθετήσουν εφαρμόσιμα πολιτικά προγράμματα μεταρρύθμισης και να βρουν την δύναμη να τα υλοποιήσουν. Οι εργοδοτικές οργανώσεις και τα εργατικά συνδικάτα, αλλά και οι φορείς των μέσων μαζικής ενημέρωσης, θα πρέπει να μπορέσουν να ξεπεράσουν ορισμένα στενά συντεχνιακά και κομματικά τους συμφέροντα.

Οι προϋποθέσεις αυτές ακούγονται εξαιρετικά απίθανες. Ωστόσο, η ικανοποίησή τους ίσως διευκολυνθεί από την πίεση που δημιουργεί για τους οικονομικούς μας θεσμούς η διαδικασία εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μακροοικονομική σύγκλιση που απαιτείται σύμφωνα με την συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η προϊούσα συνειδητοποίηση των αδιεξόδων στα οποία οδηγείται η οικονομία μας. Πάντως, αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν δημιουργηθούν έγκαιρα, αργά ή γρήγορα η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα “ξυπνήσουν” απότομα από τους κραδασμούς μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης που δυστυχώς δεν αποκλείεται να αποδειχθεί και κοινωνική και πολιτική και εθνική.

(από τα συμπεράσματα του βιβλίου του Γιώργου Αλογοσκούφη, Η Κρίση της Οικονομικής Πολιτικής, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1994)

Για τα πλήρη συμπεράσματα ακολουθείστε αυτό το σύνδεσμο.





Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Πολιτικοί και Οικονομικοί Παράγοντες που Οδήγησαν στη Συσσώρευση του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους



Από τις αρχές του 2010 και μετά, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στη δίνη του κυκλώνα. Βιώνει μία πρωτοφανή κρίση εμπιστοσύνης που έχει οδηγήσει στη βαθύτερη και μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου, το τέλος της οποίας δεν είναι ορατό.

Στο επίκεντρο βρέθηκε η ασθενής δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και η χαμηλή διεθνής της ανταγωνιστικότητα, οι δύο χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Οι προσπάθειες προσαρμογής που αναλήφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποδείχθηκαν ανεπαρκείς και βραχύβιες, και συνήθως εκτροχιάζονταν κατά τη διάρκεια εκλογικών περιόδων.

Η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ χωρίς να έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτές τις δύο διαρθρωτικές αδυναμίες. Επιπλέον, η δημοσιονομική χαλάρωση και η σημαντική αύξηση του κόστους εργασίας που ακολούθησαν αμέσως μετά την ένταξη, οδήγησαν σε περαιτέρω επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας και της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας.

Η κορύφωση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης μετά το Σεπτέμβριο του 2008, και η διεθνής ύφεση του 2009, έπληξαν την ελληνική οικονομία στην αχίλλειο πτέρνα της. Η αναχρηματοδότηση του υψηλού δημοσίου χρέους της χώρας, μεγάλο μέρος του οποίου είχε διεθνοποιηθεί μέσω των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε ολόκληρη τη δεκαετία που είχε μεσολαβήσει, κατέστη σταδιακά προβληματική, δεν αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά και κατέληξε στην κρίση χρέους του 2010.

Η ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων της συσσώρευσης και της ανεπαρκούς προσαρμογής του δημοσίου χρέους στην περίοδο της μεταπολίτευσης αποτελεί προϋπόθεση για το σχεδιασμό και την αξιολόγηση των πολιτικών προσαρμογής που αναλήφθηκαν μετά το 2010, στα πλαίσια των μνημονίων διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων με την Τρόϊκα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή η ανάλυση αποτελεί το κύριο αντικείμενο της παρούσας εργασίας.

Στο τμήμα 1 αναλύεται η φύση της δημοσιονομικής κρίσης του 2010, που οδήγησε στο πρώτο μνημόνιο. Στο τμήμα 2 γίνεται μία αναλυτική ανασκόπηση της διαδικασίας συσσώρευσης δημοσίου χρέους στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Στο τμήμα 3 επισκοπούνται οι σύγχρονες θεωρίες που εξηγούν τη συσσώρευση δημοσίου χρέους, με έμφαση στη “νέα πολιτική οικονομία”. Στο τμήμα 4 αναλύονται και περιγράφονται τα αποτελέσματα μιας οικονομετρικής διερεύνησης των προσδιοριστικών παραγόντων της συσσώρευσης και της ανεπαρκούς προσαρμογής του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα, με βάση τις προβλέψεις ενός υποδείγματος της νέας πολιτικής οικονομίας.

Η ανάλυση αυτή συνδέει τη συσσώρευση και την ανεπαρκή προσαρμογή του δημοσίου χρέους με την επιλογή όλων των κυβερνήσεων να αυξάνουν συνεχώς τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες σε σχέση με το ΑΕΠ, με την αδύναμη σταθεροποιητική τους αντίδραση στις αυξήσεις του δημοσίου χρέους λόγω πολιτικού κόστους, και τη σημαντική διεύρυνση των πρωτογενών δαπανών και ελλειμμάτων του δημοσίου σε έτη εκλογών. Οι κανόνες της Συνθήκης του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης συνέβαλαν στη μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων μετά το 1992, αλλά η επίπτωσή τους περιορίστηκε στο να σταθεροποιηθεί το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα γύρω στο 100% του ΑΕΠ, κάτι που δεν απέτρεψε την ανώμαλη προσγείωση της ελληνικής οικονομίας το 2010.

Για περισσότερες λεπτομέρειες, ακολουθείστε αυτόν τον σύνδεσμο.